- ἐνήρμοσται
- ἐναρμόζωfitperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… … Dictionary of Greek